- ψουνίζω
- βλ. ψωνίζω.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ψουνίζω — Ν (διαλ. τ.) βλ. ψωνίζω … Dictionary of Greek
ψούνος — το, Ν (ιδιωμ. τ.) το ψώνισμα. [ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. σχημ. από ψουνίζω (πρβλ. θερίζω > θέρος)] … Dictionary of Greek
ψωνίζω — και ψουνίζω Ν 1. αγοράζω τρόφιμα ή διάφορα άλλα είδη («ψώνισα φρούτα από τη λαϊκή») 2. μτφ. παίρνω μαζί μου γυναίκα τού δρόμου για να διασκεδάσω 3. φρ. α) «τήν ψωνίζω» τρελαίνομαι β) «ψωνίζω από σβέρκο» βλ. σβέρκος γ) «πού τόν ψώνισες αυτόν;»… … Dictionary of Greek